χωριό
Προφορά
Ετυμολογία
χωριό μεσαιωνική ελληνική χωριόν
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το χωριό
✦ οικισμός μικρότερος από την πόλη και κωμόπολη
✦ (συνεκδ.) το σύνολο των κατοίκων χωριού: αναστατώθηκε όλο το χωριό – όλο το χωριό μιλάει για τα ευρήματα
✦ φρ. δεν κάνουμε χωριό, δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε ή να συμβιώσουμε – γίναμε από δυο χωριά, μαλώσαμε, τσακωθήκαμε και δε μιλιόμαστε
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–