χωρισμένος


χωρισμένος
Προφορά

Ετυμολογία
χωρισμένος μτχ. παθ. πρκμ. του χωρίζω

Ερμηνεία
χωρισμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (για πρόσ.) αυτός του οποίου έχει διαλυθεί ο γάμος, που έχει πάρει διαζύγιο: παιδί χωρισμένων γονιών – χωρισμένα ζευγάρια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.