χωριάτισσα
Προφορά
Ετυμολογία
χωριάτισσα μεσαιωνική ελληνική χωριάτης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο χωριάτισσα
✦ θηλ. χωριάτισσα κ. χωριάτα ο κάτοικος του χωριού, χωρικός
✦ (μτφ. ) άνθρωπος άξεστος, απολίτιστος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–