χωριάτικος
Προφορά
Ετυμολογία
χωριάτικος χωριάτης
Ερμηνεία
└επίθετο┘ χωριάτικος -η, -ο
✦ ο σχετικός με το χωριό ή τους χωριάτες
✦ ο προερχόμενος από χωριό, που παράγεται ή κατασκευάζεται σε χωριό
✦ (μτφ. ) άξεστος, αγροίκος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
χωριάτικα: με χωριατιά:φέρθηκε χωριάτικα