χωνεύω


χωνεύω
Προφορά

Ετυμολογία
χωνεύω μεταγενέστερη ελληνική χωνεύω

Ερμηνεία
ρήμα χωνεύω

✦ λιώνω μέταλλο σε καμίνι
✦ μετατρέπω τις τροφές σε χρήσιμες για τον οργανισμό ουσίες με τη λειτουργία της πέψης
(μτφ. ) κατανοώ, καταλαβαίνω κάτι καλά: το έμαθε το μάθημα αλλά δεν το έχει χωνέψει
(μτφ. ) ενσωματώνω, αφομοιώνω: στον χριστιανισμό χωνεύτηκαν πολλά στοιχεία του παγανισμού – στην τέχνη του λόγου, γλώσσα και ύφος είναι πράγματα συνυφασμένα και χωνεμένα το ένα με το άλλο (Γ. Σεφέρης)
(μτφ. ) ανέχομαι, υποφέρω: δεν μπορώ να τη χωνέψω τέτοια αδικία – φρ. δεν τον χωνεύω, τον αντιπαθώ
✦ (για ύλες) παθαίνω αποσύνθεση: χωνεμένη κοπριά
✦ αποτεφρώνομαι: έχουν χωνέψει τα κάρβουνα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.