χωνευτήριο


χωνευτήριο
Προφορά

Ετυμολογία
χωνευτήριο μεταγενέστερη ελληνική χωνευτήριον

Ερμηνεία
χωνευτήριο

✦ (Κ χωνευτήριον) χοάνη για το λιώσιμο των μετάλλων, μεταλλευτικό καμίνι
✦ το οστεοφυλάκιο των νεκροταφείων
(μτφ. ) τόπος όπου συντελείται ανάμειξη, κοινωνική και πολιτισμική αφομοίωση ανθρώπων που έχουν διαφορετική φυλετική, εθνική, πολιτισμική κτλ. προέλευση: η Αμερική, αυτό το χωνευτήρι των λαών και εθνοτήτων
✦ η διαδικασία ανάμειξης και αφομοίωσης στοιχείων ιδ. πολιτισμικών: το χωνευτήρι των ιδεών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.