χταπόδι
Προφορά
Ετυμολογία
χταπόδι μεσαιωνική ελληνική ὀκταπόδιον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το χταπόδι
✦ θαλασσινό μαλάκιο με οχτώ πλοκάμια
✦ φρ. θα σε χτυπήσω σαν χταπόδι, θα σε δείρω άγρια· (μτφ. ) δεν πρόκειται να σ’ αφήσω ήσυχο
✦ (μτφ. ) εργαλείο που αποτελείται από ελαστικά σχοινιά και γάντζους, και χρησιμεύει για να συγκρατούνται οι αποσκευές στη σκάρα αυτοκινήτου ή μοτοσικλέτας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–