χρωστούμενος


χρωστούμενος
Προφορά

Ετυμολογία
χρωστούμενος μτχ. μέσου ενεστ. του ρήματος χρωστώ

Ερμηνεία
χρωστούμενος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. αυτός τον οποίο χρωστά κάποιος και πρέπει να τον πληρώσει: χρωστούμενες εισφορές
✦ πληθ. ουδ. χρωστούμενα ως ουσ., αυτά που οφείλει κάποιος: ήρθε η ώρα να πάρουμε πίσω τα χρωστούμενα (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.