χρωστικός
Προφορά
Ετυμολογία
χρωστικός αρχαία ελληνική ρ. χρώζω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ χρωστικός -ή, -ό
✦ που χρωματίζει: χρωστική ύλη – χρωστικές ουσίες
✦ θηλ. η χρωστική ως ουσ., (βιολ.) ουσία που δίνει χρώμα στους ιστούς
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–