χρωμοφάν


χρωμοφάν
Προφορά

Ετυμολογία
χρωμοφάν – Η ετυμολογία λείπει.

Ερμηνεία
χρωμοφάν

✦ άκλ. ουσ. αδιάσταλτη διαφανής επιφάνεια, πάνω στην οποία γίνεται το μοντάζ (βλ. λ.) κειμένων και εικόνων που πρόκειται να εκτυπωθούν

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.