χρωματίζω


χρωματίζω
Προφορά

Ετυμολογία
χρωματίζω αρχαία ελληνική χρωματίζω

Ερμηνεία
ρήμα χρωματίζω

✦ προσδίδω χρώμα σε κάτι, βάφω, μπογιαντίζω
(μτφ. ) δίνω ιδιαίτερη έκφραση, ξεχωριστό τόνο (σε ύφος, τραγούδι κτλ.)
✦ αποδίδω σε κάποιον ορισμένα πολιτικά φρονήματα, χαρακτηρίζω την ιδεολογική ή κομματική του τοποθέτηση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.