χρυσώνω
Προφορά
Ετυμολογία
χρυσώνω αρχαία ελληνική χρυσόω-ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ χρυσώνω
✦ καλύπτω με φύλλα ή με στρώμα χρυσού, επιχρυσώνω
✦ στολίζω με χρυσά πλουμίδια
✦ (μτφ. ) καθικετεύω, θερμοπαρακαλώ
✦ φρ. χρυσώνω το χάπι, παρουσιάζω ως ελκυστικό κάτι που είναι δυσάρεστο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–