χρυσόβουλο
Προφορά
Ετυμολογία
χρυσόβουλο μεσαιωνική ελληνική χρυσόβουλλον, └ουδ┘ του επιθέτου χρυσόβουλλος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το χρυσόβουλο
✦ (στους βυζαντινούς) αυτοκρατορικό διάταγμα με χρυσή σφραγίδα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–