χρυσωτικός


χρυσωτικός
Προφορά

Ετυμολογία
χρυσωτικός χρυσωτής

Ερμηνεία
επίθετο┘ χρυσωτικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με το χρύσωμα
✦ πληθ. ουδ. τα χρυσωτικά ως ουσ., η αμοιβή του χρυσωτή, τα έξοδα για τη χρύσωση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.