χρυσοχέρης
Προφορά
Ετυμολογία
χρυσοχέρης μεταγενέστερη ελληνική χρυσοχέρης
Ερμηνεία
└επίθετο┘ χρυσοχέρης
✦ που έχει σπάνια επιδεξιότητα ή εργατικότητα
✦ άνθρωπος που κερδίζει πολλά από την εργασία των χεριών του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–