χρυσοποικιλτής


χρυσοποικιλτής
Προφορά

Ετυμολογία
χρυσοποικιλτής χρυσός + ποικίλλω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο χρυσοποικιλτής

✦ τεχνίτης ειδικός στη διακόσμηση υφασμάτων, φορεμάτων κτλ. με χρυσό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.