χρυσοποίκιλτος


χρυσοποίκιλτος
Προφορά

Ετυμολογία
χρυσοποίκιλτος μεταγενέστερη ελληνική χρυσοποίκιλτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ χρυσοποίκιλτος -η, -ο

✦ ο ποικιλμένος με χρυσάφι, χρυσοστόλιστος: σε ωραία σκουτιά κοιμούνται οι βασιλιάδες τον χρυσοποίκιλτο ύπνο (Γ. Γεραλής)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.