χρυσοπληρώνω


χρυσοπληρώνω
Προφορά

Ετυμολογία
χρυσοπληρώνω χρυσός + πληρώνω

Ερμηνεία
ρήμα χρυσοπληρώνω

✦ πληρώνω, καταβάλλω εξαιρετικά πολλά χρήματα για να αποκτήσω κάτι: χρυσοπληρωμένοι άσοι του ποδοσφαίρου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.