χρυσοκάνθαρος
Προφορά
Ετυμολογία
χρυσοκάνθαρος μεταγενέστερη ελληνική χρυσοκάνθαρος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο χρυσοκάνθαρος
✦ είδος εντόμου, χρυσοπράσινος κάνθαρος
✦ (χλευαστ.) ξιπασμένος πλούσιος και ιδ. ο νεόπλουτος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–