χρυσελεφάντινος


χρυσελεφάντινος
Προφορά

Ετυμολογία
χρυσελεφάντινος αρχαία ελληνική χρυσελεφάντινος

Ερμηνεία
χρυσελεφάντινος

✦ -η, -ο κ. -ένιος, -ια, -ιο επίθ. (Κ -ίνη, -ινον) ο κατασκευασμένος από χρυσό και ελεφαντόδοντο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.