χρονοχρέωση


χρονοχρέωση
Προφορά

Ετυμολογία
χρονοχρέωση χρόνος + χρεώνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η χρονοχρέωση

✦ η χρέωση αστικής τηλεφωνικής συνδιαλέξεως ανάλογα με το χρόνο διάρκειάς της

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.