χρονοτριβή


χρονοτριβή
Προφορά

Ετυμολογία
χρονοτριβή χρονοτριβώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η χρονοτριβή

✦ απώλεια χρόνου, καθυστέρηση, αργοπορία

Συνώνυμα
χασομέρι
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.