χρονομετρικός


χρονομετρικός
Προφορά

Ετυμολογία
χρονομετρικός χρονόμετρον

Ερμηνεία
επίθετο┘ χρονομετρικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στη χρονομετρία ή το χρονόμετρο: χρονομετρικά όργανα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
χρονομετρικά (Κ χρονομετρικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.