χρονολογώ


χρονολογώ
Προφορά

Ετυμολογία
χρονολογώ χρόνος + λέγω

Ερμηνεία
ρήμα χρονολογώ -είς, -εί

✦ ορίζω, σημειώνω τη χρονολογία γεγονότος ή εγγράφου
✦ (μέσ.) χρονολογούμαι, αρχίζω από ή υπάρχω από ορισμένη εποχή ή τοποθετούμαι σε ορισμένο χρόνο: η διαμάχη χρονολογείται από ετών – τα ευρήματα χρονολογούνται στο τέλος της δεύτερης χιλιετίας π.Χ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.