χρονολογικός


χρονολογικός
Προφορά

Ετυμολογία
χρονολογικός χρονολογία

Ερμηνεία
επίθετο┘ χρονολογικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στη χρονολογία: χρονολογικός πίνακας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
χρονολογικά (Κ χρονολογικώς), από άποψη χρονολογίας

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.