χρονολογία
Προφορά
Ετυμολογία
χρονολογία μεταγενέστερη ελληνική χρονολογία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η χρονολογία
✦ χρονικός προσδιορισμός γεγονότων σε σχέση με άλλο σημαντικό γεγονός που λαμβάνεται ως αφετηρία
✦ η χρονική στιγμή (η μέρα, ο μήνας, έτος) κατά την οποία συνέβη κάτι
✦ (συνεκδ.) η αναγραφή της ημερομηνίας και του έτους σε έγγραφο
✦ η επιστήμη που ασχολείται με τη μέτρηση του χρόνου σε σχέση με κοσμικά, φυσικά ή ιστορικά συμβάντα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–