χρονοδιακόπτης


χρονοδιακόπτης
Προφορά

Ετυμολογία
χρονοδιακόπτης χρόνος + διακόπτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο χρονοδιακόπτης

✦ ηλεκτρομηχανική διάταξη με την οποία διακόπτονται ή αντικαθίστανται ηλεκτρικά κυκλώματα σε προκαθορισμένους χρόνους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.