χρονογραφικός


χρονογραφικός
Προφορά

Ετυμολογία
χρονογραφικός χρονογράφος

Ερμηνεία
επίθετο┘ χρονογραφικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στο χρονογράφημα, τον χρονογράφο ή τη χρονογραφία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
χρονογραφικά (Κ χρονογραφικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.