χρονογράφος
Προφορά
Ετυμολογία
χρονογράφος μεταγενέστερη ελληνική χρονογράφος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η χρονογράφος
✦ συγγραφέας χρονογραφίας, χρονικών
✦ δημοσιογράφος που γράφει χρονογραφήματα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–