χροναξία


χροναξία
Προφορά

Ετυμολογία
χροναξία └γαλλ┘ chronaxie

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η χροναξία

✦ ο χρόνος που απαιτείται για τη διέγερση νευρικής ή μυϊκής ίνας, από ηλεκτρικό ερεθισμό με τάση διπλάσια από τη μικρότερη που προκαλεί διέγερση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.