χρονίζω Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply χρονίζωΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/6/χρονίζω.mp3Ετυμολογίαχρονίζω αρχαία ελληνική χρονίζω Ερμηνεία└ρήμα┘ χρονίζω ✦ συμπληρώνω χρόνο, χρονιάζω ✦ αργώ πολύ, χρονοτριβώ ✦ (για αρρώστιες, νοσηρές καταστάσεις) παρατείνομαι, γίνομαι χρόνιος Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–