χρονίζω


χρονίζω
Προφορά

Ετυμολογία
χρονίζω αρχαία ελληνική χρονίζω

Ερμηνεία
ρήμα χρονίζω

✦ συμπληρώνω χρόνο, χρονιάζω
✦ αργώ πολύ, χρονοτριβώ
✦ (για αρρώστιες, νοσηρές καταστάσεις) παρατείνομαι, γίνομαι χρόνιος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.