χροιά
Προφορά
Ετυμολογία
χροιά αρχαία ελληνική χροιά
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η χροιά
✦ χρώμα, απόχρωση: χροιά της επιδερμίδας
✦ ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, ποιότητα ήχου: τα λόγια του, οι χροιές της φωνής του, που υπονοούσαν τόσα πολλά (Άγγ. Βλάχος)
✦ (μτφ. ) μορφή, χαρακτήρας: έργο με πολιτική χροιά
Συνώνυμα
ηχόχρωμα
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–