χριστιανοδημοκράτισσα
Προφορά
Ετυμολογία
χριστιανοδημοκράτισσα Χριστιανός + δημοκράτης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο χριστιανοδημοκράτισσα
✦ θηλ. χριστιανοδημοκράτισσα μέλος ή οπαδός χριστιανοδημοκρατικού κόμματος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–