χριστιανίζω
Προφορά
Ετυμολογία
χριστιανίζω μεταγενέστερη ελληνική χριστιανίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ χριστιανίζω
✦ πιστεύω στη χριστιανική θρησκεία, είμαι χριστιανός: εν μέρει εθνικός, κι εν μέρει χριστιανίζων (Κ. Καβάφης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–