χριστιανή


χριστιανή
Προφορά

Ετυμολογία
χριστιανή μεταγενέστερη ελληνική χριστιανός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο χριστιανή

✦ θηλ. χριστιανή που πιστεύει στη θρησκεία του Χριστού
✦ φρ. αν είναι χριστιανός, αντίστοιχη της φρ. για όνομα του Θεού
✦ συχνά σε έκφραση δυσφορίας ή συμπάθειας αντί της λέξης άνθρωπος: τι θέλει επιτέλους αυτός ο χριστιανός; – τι τους έφταιξε ο χριστιανός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.