χρηματιστηριακός
Προφορά
Ετυμολογία
χρηματιστηριακός χρηματιστήριον
Ερμηνεία
└επίθετο┘ χρηματιστηριακός -ή, -ό
✦ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χρηματιστήριο ή γίνεται μέσω του χρηματιστηρίου: χρηματιστηριακές συναλλαγές
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
χρηματιστηριακώς κ.χρηματιστηριακά