χρηματίστρια
Προφορά
Ετυμολογία
χρηματίστρια αρχαία ελληνική χρηματιστής
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο χρηματίστρια
✦ θηλ. χρηματίστρια πρόσωπο που έχει δικαίωμα συμμετοχής σε διαπραγματεύσεις του χρηματιστηρίου
✦ μεσίτης χρηματιστηρίου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–