χρηματίζω


χρηματίζω
Προφορά

Ετυμολογία
χρηματίζω αρχαία ελληνική χρηματίζω

Ερμηνεία
ρήμα χρηματίζω

✦ εύχρ. στον αόρ. χρημάτισα, άσκησα κάποια υπηρεσία (δημόσια ή ιδιωτική), διετέλεσα: χρημάτισε υπουργός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.