χρεώνω
Προφορά
Ετυμολογία
χρεώνω χρέος
Ερμηνεία
└ρήμα┘ χρεώνω
✦ εγγράφω κάποιον ως χρεώστη: σε χρέωσα με ολόκληρο το ποσό – χρέωσα σε σένα το λογαριασμό
✦ επιβαρύνω με χρέη: χρέωσα την οικογένειά μου – το σπίτι μου
✦ καθορίζω την τιμή για προσφερόμενες υπηρεσίες ή αγαθά: το ξενοδοχείο χρεώνει ακριβά τα δωμάτια – ο ΟΤΕ χρεώνει ακριβά τις υπηρεσίες του
✦ απαιτώ την καθορισμένη τιμή για προσφερθείσες υπηρεσίες ή αγαθά: το εστιατόριο μας χρέωσε ακριβά το κρασί
✦ (μτφ. ) αποδίδω σε κάποιον την ευθύνη για κάτι: του χρέωσαν την αποτυχία της ομάδας του – χρεώθηκε την καθυστέρηση της έκδοσης
✦ (μέσ.) χρεώνομαι, δανείζομαι: χρεώθηκε για να τελειώσει το χτίσιμο του σπιτιού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
πιστώνω
Επιρρήματα
–