χρεωστώ


χρεωστώ
Προφορά

Ετυμολογία
χρεωστώ μεσαιωνική ελληνική χρωστῶ

Ερμηνεία
χρεωστώ

✦ κ. χρεωστώ, -άς, -ά ρ. έχω χρέος, οφείλω
✦ έχω υποχρέωση, καθήκον
✦ φρ. χρωστώ χάρη, ευγνωμονώ – χρωστά της Μιχαλούς, είναι τρελός – χρωστάει τα μαλλιοκέφαλά του, χρωστάει πολύ μεγάλα ποσά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.