χρεοκοπώ


χρεοκοπώ
Προφορά

Ετυμολογία
χρεοκοπώ μεταγενέστερη ελληνική χρεωκοπέω-ῶ (= κόβω τα χρέη)

Ερμηνεία
ρήμα χρεοκοπώ -είς, -εί

✦ αδυνατώ να πληρώσω τα χρέη μου, πτωχεύω
(μτφ. ) ξεπέφτω ηθικά
✦ (γεν.) αποτυχαίνω

Συνώνυμα
φαλίρω
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.