χρεία


χρεία
Προφορά

Ετυμολογία
χρεία αρχαία ελληνική χρεία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η χρεία

✦ ανάγκη: τι χρείαν έχω ν’ αγαπώ; Καμιά γέφυρα δεν υπάρχει ανάμεσα σ’ εμένα και τις αγάπες μου (Κ. Τσάτσος) – χρειαζόμαστε δημάρχους και κοινοτάρχες που προτάσσουν τα συμφέροντα των ψηφοφόρων τους και του τόπου τους από τις χρείες των κομμάτων και των πολιτικών ανταγωνισμών (Οικονομικός Ταχυδρόμος)
✦ στέρηση, ένδεια: δεν είν’ εύκολες οι θύρες, εάν η χρεία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.