χρίσμα
Προφορά
Ετυμολογία
χρίσμα αρχαία ελληνική χρῖσμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το χρίσμα
✦ επίχρισμα, επάλειμμα
✦ το άγιο μύρο
✦ το χριστιανικό μυστήριο της χρίσεως με άγιο μύρο
✦ (μτφ. ) επίσημη αναγνώριση
Συνώνυμα
ανακήρυξη, αναγόρευση
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–