χρήμα
Προφορά
Ετυμολογία
χρήμα αρχαία ελληνική χρῆμα (= χρήσιμο πράγμα)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το χρήμα
✦ το κοινό μέσο ανταλλαγής και πληρωμών με τη μορφή του νομίσματος
✦ βρόμικο χρήμα, κέρδη από παράνομες δραστηριότητες – ηλεκτρονικό χρήμα, για τα χρήματα που διακινούνται μέσω των πιστωτικών καρτών, ά. πλαστικό χρήμα (βλ. λ. πλαστικός)
✦ η περιουσία σε νομίσματα, σε μετρητά: η δύναμη του χρήματος (η δύναμη που έχουν οι πλούσιοι άνθρωποι) – κολυμπάει στο χρήμα, έχει πολλά λεφτά
✦ πληθ. χρήματα, λεφτά, παράδες
✦ φρ. είναι ανώτερος χρημάτων, δεν τον ενδιαφέρουν τα χρήματα· (μτφ. ) δεν δωροδοκείται
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–