χράμι


χράμι
Προφορά

Ετυμολογία
χράμι └τουρκ┘ihram

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το χράμι

✦ μάλλινο στρωσίδι ή κλινοσκέπασμα: στη μέση του οντά στρώσανε χράμια και παπλώματα (Κ. Παλαμάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.