χορός


χορός
Προφορά

Ετυμολογία
χορός αρχαία ελληνική χορός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο χορός

✦ η ομάδα των χορευτών που ερμηνεύει τα χορικά μέρη του αρχαίου δράματος
✦ σύνολο ρυθμικών κινήσεων των ποδιών και του σώματος, που εκτελούνται για ψυχαγωγία ή ως τελετουργική εκδήλωση
✦ συγκέντρωση ανθρώπων για να χορέψουν
✦ ομάδα χορευτών ή τραγουδιστών
✦ (γεν.) όμιλος
✦ εκκλησιαστική χορωδία
✦ φρ. εν χορώ, όλοι μαζί, με μια φωνή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.