χορτοφάγος
Προφορά
Ετυμολογία
χορτοφάγος μεσαιωνική ελληνική χορτοφάγος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ χορτοφάγος -ος, -ο
✦ ο τρεφόμενος με χορταρικά, όσπρια, φρούτα, αβγά, γάλα κτλ., που έχει όμως αποκλείσει απ’ τη διατροφή του το κρέας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–