χορταστικός


χορταστικός
Προφορά

Ετυμολογία
χορταστικός μεταγενέστερη ελληνική χορταστικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ χορταστικός -ή, -ό

✦ που αρκεί για να χορτάσει κανείς: χορταστικό γεύμα
✦ απολαυστικός: χορταστικό θέαμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.