χορτασμός


χορτασμός
Προφορά

Ετυμολογία
χορτασμός μεταγενέστερη ελληνική χορτασμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο χορτασμός

✦ η κατάσταση του χορτάτου, κορεσμός

Συνώνυμα

Αντίθετα
πείνα
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.