χορταίνω


χορταίνω
Προφορά

Ετυμολογία
χορταίνω μεσαιωνική ελληνική χορταίνω, από το ἐχόρτασα, αόρ. του αρχαίου ελληνικού χορτάζω (= δίνω χόρτο στα ζώα)

Ερμηνεία
ρήμα χορταίνω

✦ τρώγω τόσο ώστε να μη θέλω άλλο
✦ απολαμβάνω μέχρι κορεσμού: χόρτασα ταξίδια – εκδρομές – βόλτες
(μτφ. ) δεν μπορώ να ανεχθώ πια κάτι, επειδή το έχω υποστεί πολλές φορές ή σε μεγάλη ένταση, ποσότητα κτλ.: βρισιές και ξύλο χόρτασα (Β. Ρώτας) – χόρτασα τα ψέματα
✦ (μτβ.) ταΐζω ή προσφέρω απόλαυση υλική μέχρι κορεσμού, ικανοποιώ

Συνώνυμα

Αντίθετα
πεινώ
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.